Μια συνηγορία για τους Οικολόγους Πράσινους
Για αυτές τις κάλπες, ο πολιτικός διάλογος εξελίσσεται με ιδιόρρυθμο τρόπο: η αυτοδιοίκηση προβάλλεται ως πρόκριμα για τις ευρωεκλογές, οι τελευταίες ως πρόκριμα για τις εθνικές. Παρεμπιπτόντως μόνο, η κυβέρνηση προβάλλει ως δίλημμα για τις ευρωεκλογές το «υπέρ ή κατά της Ευρώπης (και της σταθερότητας)» και η Αριστερά το «υπέρ ή κατά των πολιτικών λιτότητας». Και οι δύο καλούν τους πολίτες να στείλουν το κατάλληλο μήνυμα, υπονοώντας ότι αυτό αρκεί.
Η πραγματικότητα είναι ότι και τα δύο διλήμματα βρίσκονται κυριολεκτικά στον αέρα:
Το «υπέρ της Ευρώπης», όπως είναι σήμερα, προσυπογράφει μια Ευρώπη όπου η (ήδη προβληματική) αρχή της ομοφωνίας των κυβερνήσεων έχει δώσει τη θέση της σε μονομερή υπαγόρευση όρων από 5-6 ισχυρές κυβερνήσεις σε όλες τις υπόλοιπες. Τι μέλλον μπορεί όμως να έχει μια Ευρώπη όπου αποφασίζουν κυβερνήσεις με όρους εσωτερικής πολιτικής και εθνικών λαϊκισμών, και όπου η μεγάλη πλειοψηφία των Ευρωπαίων νιώθει να αποξενώνεται όλο και περισσότερο από το «κοινό ευρωπαϊκό σπίτι;»
Το «κατά της λιτότητας» υπονοεί ότι ένα ηχηρό μήνυμα από την κάλπη θα ήταν καταλυτικό για να αλλάξουν και οι ευρωπαϊκές πολιτικές: σαν να μην υπήρχαν πίσω τους συγκεκριμένοι θεσμοί, συσχετισμοί, προτεραιότητες και οπτικές, που απαιτούν συγκεκριμένες (και ριζικές) αλλαγές για να οδηγήσουν σε κάτι διαφορετικό.
Τι χρειαζόμαστε την Ευρώπη;
Το καίριο ερώτημα δεν είναι αν «αγαπάμε την Ευρώπη», αλλά αν τη «χρειαζόμαστε»:
Μπορεί κάθε χώρα να δώσει μόνη της λύσεις στα σημερινά μεγάλα ζητήματα, από την ενεργειακή απεξάρτηση και την κλιματική αλλαγή μέχρι τον έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη διαμόρφωση των όρων του διεθνούς εμπορίου;
Με δεδομένες τις υπερεθνικές περιφερειακές οικονομικές ολοκληρώσεις που καλύπτουν ήδη όλο σχεδόν τον πλανήτη, μας αρκεί για την Ευρώπη ένας κοινός οικονομικός χώρος με διακυβερνητικές συνεργασίες όπως στις άλλες ζώνες «ελεύθερου εμπορίου», ή χρειαζόμαστε και ευρωπαϊκούς πολιτικούς θεσμούς ως αντίβαρο στην ανεξέλεγκτη δύναμη των μεγάλων εταιρειών και των λόμπυ;
Ειδικά για «περιφερειακές» χώρες όπως η Ελλάδα, θέλουμε μηχανισμούς υποχρεωτικής σύγκλισης με το μέσο ευρωπαϊκό όρο σε ζητήματα όπως τα δικαιώματα των καταναλωτών ή η ελάχιστη περιβαλλοντική προστασία, ή πιστεύουμε ότι στην ελληνική κοινωνία μπορούν να υπάρξουν συσχετισμοί για κάτι καλύτερο ;
Ποιό πολιτικό σχέδιο;
Αν λοιπόν όντως «χρειαζόμαστε την Ευρώπη» ανεξάρτητα από τα αισθήματα για τις σημερινές της πολιτικές, είναι ζωτικό να έχουμε καθαρή εικόνα για το πού βαδίζει η Ευρώπη και ποια πολιτικά σχέδια υπάρχουν γι’ αυτή.
Το κυρίαρχο σχέδιο, από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, τους Φιλελεύθερους και τους Σοσιαλδημοκράτες, είναι σήμερα το business as usual: Στους ευρωπαϊκούς θεσμούς διαιωνίζεται το διακυβερνητικό μοντέλο και η κυριαρχία των λίγων ισχυρών κυβερνήσεων, η εξαγωγική ανταγωνιστικότητα παραμένει και κεντρικό ζητούμενο όλων των πολιτικών, βήματα κοινής οικονομικής πολιτικής προωθούνται μόνο τελευταία στιγμή και με μόνο κριτήριο την εμπιστοσύνη των χρηματαγορών, κοινωνική συνοχή και περιβαλλοντική βιωσιμότητα επιτρέπεται μόνο όσο «αφήνει» η ανταγωνιστικότητα κάθε χώρας. Η ίδια η Ε.Ε. κάνει ήδη σοβαρά βήματα πίσω σε θέματα κλιματικής αλλαγής, ενώ η υπό διαπραγμάτευση Διατλαντική Εμπορική Συμφωνία με Η.Π.Α. και Καναδά απειλεί να τινάξει στον αέρα κρίσιμες κατακτήσεις. Πρακτικά το σχέδιο αυτό διαβρώνει όλα όσα νομιμοποιούσαν μέχρι σήμερα την ευρωπαϊκή προοπτική στις συνειδήσεις των ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Από το κλίμα αυτό επωφελούνται σήμερα οι ακροδεξιοί/ευρωσκεπτικιστές, για να προωθήσουν την επιστροφή σε εθνικές πολιτικές, που όμως θα επιδείνωνε ακόμη περισσότερο τις σημερινές σκοτεινές όψεις της Ευρώπης. Μόνη αποτελεσματική απάντηση, είναι να θέτουμε με σαφήνεια το ερώτημα «ποιόν συμφέρει ο ευρωσκεπτικισμός;»
Διαφορετικά κινείται η πρόταση της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (και του ΣΥΡΙΖΑ) για «ισχυρό πανευρωπαϊκό όχι». Αποφεύγοντας όμως να καταθέσουν εναλλακτικό σχέδιο για την Ευρώπη, επιβεβαιώνουν άθελα τους το κυρίαρχο σχέδιο, που προβάλλεται συστηματικά ως «επιβεβλημένο από τα πράγματα» και «μόνη λύση».
Πράσινοι: οι μόνοι με εναλλακτικό σχέδιο
Οι Πράσινοι είναι τελικά οι μόνοι που καταθέτουν εναλλακτικό σχέδιο για την Ευρώπη:
Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία, με πανευρωπαϊκή δημοκρατική νομιμοποίηση: αν οι σημερινές πολιτικές επιβάλλονται από τις 4-5 κυβερνήσεις με Α+++, που μιλούν στο όνομα ενός 20-25% των πολιτών της Ε.Ε., σε μια ομοσπονδία με πυλώνα το ευρωκοινοβούλιο θα χρειάζεται να συγκεντρώνουν τουλάχιστον την πλειοψηφία.
Σύμφωνο Βιώσιμης Ευημερίας για Κοινή Οικονομική Πολιτική: ολοκληρωμένη φορολογική σύγκλιση, επαρκής αναδιανεμητικός ευρωπαϊκός προϋπολογισμός, εποπτεία και για την κοινωνική και περιβαλλοντική διάσταση, ευρωομόλογα για το δημόσιο χρέος και αναδιάρθρωση του όπου δεν είναι βιώσιμο, μόνιμος μηχανισμός για τις κρίσεις με δημοκρατικό έλεγχο, εξυγίανση και αυστηρή ρύθμιση του τραπεζικού τομέα.
Νέα οπτική για την ανταγωνιστικότητα, με την Ευρώπη να θέτει σε βιώσιμη βάση τους «κανόνες του παιχνιδιού» αντί να αιμορραγεί διαρκώς για χάρη της οικονομικής ορθοδοξίας
Πανευρωπαϊκά, η ενίσχυση των Πράσινων αποτελεί το μόνο δρόμο για να μπει ένα τέτοιο σχέδιο σε τροχιά υλοποίησης και να πιεστούν και άλλες δυνάμεις (Αριστερά, σοσιαλδημοκράτες) να συζητήσουν σοβαρά σε μια τέτοια κατεύθυνση.
Η ψήφος στους Οικολόγους Πράσινους
Στην Ελλάδα, οι Οικολόγοι Πράσινοι δεν βρίσκονται σήμερα στην καλύτερη στιγμή τους. Μετά τις δεύτερες εκλογές του 2012 έχασαν το βηματισμό τους, και μόλις πρόσφατα φαίνεται να δημιουργούνται προϋποθέσεις για να ξαναβρούν το δρόμο τους. Η παρουσία τους όμως στο ευρωκοινοβούλιο έχει ήδη πλούσιο απολογισμό και η δουλειά τους στις περιφέρειες επιβραβεύθηκε από τους πολίτες στις 18/5 με την επανεκλογή όλων των οικολογικών σχημάτων που κατέβηκαν για τα περιφερειακά συμβούλια.
Η ψήφος λοιπόν στους Οικολόγους Πράσινους (που έχουν μαζί τους και το Κόμμα Πειρατών Ελλάδας) είναι η μόνη που μπορεί να ενισχύσει μια εναλλακτική προοπτική για την Ευρώπη, να ανοίξει επιτέλους τον πολιτικό διάλογο στα κρίσιμα ευρωπαϊκά θέματα και να φέρει στο προσκήνιο συγκεκριμένες λύσεις πέρα από τα αδιέξοδα του Μνημονίου. Αποτελεί επιπλέον ισχυρό μήνυμα για ανασύνθεση και επανένωση του οικολογικού χώρου στην Ελλάδα, καθώς εκ των πραγμάτων δεν υπάρχει χώρος για 2 ή 3 πράσινα κόμματα.
Και για όποιον θεωρεί ότι σε στιγμές κρίσης η οικολογία αποτελεί πολυτέλεια, θα κλείσω με δύο χαρακτηριστικά στοιχεία:
Ότι η Τράπεζα Ελλάδος εκτιμά το κόστος της κλιματικής αλλαγής για τη χώρα μας στα 700 δις ευρώ, διπλάσιο από το ύψος του δημόσιου χρέους πριν το PSI
Ότι, για να τηρηθεί ο δεσμευτικός παγκόσμιος στόχος όλων των κυβερνήσεων να μην ανέβει η μέση θερμοκρασία πάνω από 2 βαθμούς, θα χρειαστεί να μείνει στη γη το 80% των ήδη γνωστών υδρογονανθράκων
Ηλίας Γιαννίρης,
υποψήφιος ευρωβουλευτής των Οικολόγων Πράσινων+Κόμματος Πειρατών Ελλάδας
Γιάννης Παρασκευόπουλος,
πρώην εκπρόσωπος Τύπου των Οικολόγων Πράσινων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου